- ταχυκίνητα
- ταχυκίνητοςmoving quicklyneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανίχνευση — Στρατιωτική ενέργεια για τη συλλογή πληροφοριών σχετικών με την παρουσία, τη θέση, τη δύναμη και τις κινήσεις του εχθρού. Στις χερσαίες επιχειρήσεις, ως καθαρά στρατιωτικός όρος, είναι γνωστός κυρίως από τη ναπολεόντεια εποχή, όταν οι αποστολές α … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
βατραχάνθρωποι — Ειδικά εκπαιδευμένοι άνδρες του ναυτικού που χρησιμοποιούνται στις υποβρύχιες επιχειρήσεις. Το πολεμικό αυτό σώμα δημιουργήθηκε όταν είχε εφευρεθεί η αυτόνομη υποβρύχια συσκευή που επέτρεψε στον άνθρωπο να παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα… … Dictionary of Greek